φλιδώ

φλιδώ
-άω, Α
1. είμαι γεμάτος λίπος, υγραίνομαι από το πολύ λίπος, είμαι πλαδαρός
2. διαλύομαι, σαπίζω («τοῑς δέρμασι φλιδᾷ καὶ ρακοῡται», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… …   Dictionary of Greek

  • περιφλιδώ — Α περιφλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλιδῶ «είμαι πλαδαρός» (βλ. λ. φλίω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”